ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ Oper(O)

Αναμονή για τη Νύχτα

Μια παράσταση που δανείζεται αυτόνομα καλλιτεχνικά έργα, τους αλλάζει χρήση και τα επανατοποθετεί σε ένα καινούριο πλαίσιο. Μέσα σε ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής, μιλάμε για αξίες και ιδανικά -ίσως χαμένα- με τα πιο λυρικά μέσα, δημιουργώντας έτσι ένα «κακοφορμισμένο» ποίημα που η εναντίωση σ’ αυτό θα μας κρατήσει ζωντανούς. Χωρίς εμφανή πλοκή, γινόμαστε μάρτυρες της πιο αρχέγονης βίαιης πάλης, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα του Ανθρώπου, με την ελπίδα ότι αυτή δεν έχει χαθεί ακόμα κάνοντάς μας παθητικούς, ανίκανους και δέσμιους της σύγχρονης, σαθρής καθημερινότητας μας. Στη σκηνή, μέσα από το δύσκολο δρόμο της ενδοσκόπησης, η ηρωίδα προσπαθεί να ανακαλύψει τον «Αληθινό Εαυτό», καθόλου αλώβητο, ικανό να φέρει θετικό αποτέλεσμα στη μάχη με τον Χρόνο – Θάνατο.

Σύλληψη - Ιδέα - Δραματουργία:

Oper(O)

Σκηνοθεσία:

Ειρήνη Γεωργαλάκη

Διεύθυνση ορχήστρας:

Γιώργος Ζιάβρας

Μουσική επιμέλεια:

Νίκος Γαλενιανός - Γιώργος Ζιάβρας

Electronics:

Αλέξανδρος Δρόσος

Επιμέλεια κίνησης:

Pauline Huguet

Βοηθός Χορογράφου:

Pierre Magendie

Εικαστική επιμέλεια:

Μανώλης Χάρος, Φράνκα Παπανδρέου

Σχεδιασμός Φωτισμών:

Βασίλης Κλωτσοτήρας

Σχεδιασμός Ήχου:

Ηλίας Φλάμμος

Σκηνοθεσία Video:

Ειρήνη Γεωργαλάκη

Μονταζ:

Ξενοφώντας Λατινάκης

Γραφίστας:

Pierre Magendie

Φωτογράφος:

Κωνσταντίνος Μυτιληναίος

Οργάνωση παραγωγής:

Μαντώ Μελαχροινού

Υπεύθυνη Επικοινωνίας:

Κατερίνα Αποστολοπούλου

Ερμηνευτές

Διεύθυνση ορχήστρας

Γιώργος Ζιάβρας

Mezzo-soprano:

Εριφίλη Γιαννακοπούλου

Πιάνο/Κρουτά:

Λουίζα Κουλά

Κρουστά:

Παναγιώτης Κολιαβασίλης

Κλαρινέτο:

Έλλη Βασιλάτου

Κλαρινέτο-μπάσο κλαρινέτο:

Κώστας Τζέκος

Σοπράνο και άλτο Σαξόφωνο:

Μπάμπης Βλάχος

Φλάουτο:

Ζαχαρίας Ταρπάγκος

Βιολί:

Θεόδωρος Μουζακίτης

Τσέλο:

Δημήτρης Τραυλός

Κοντραμπάσο:

Δημήτρης Τίγκας

Live electronics:

Αλέξανδρος Δρόσος

Σε τεντωμένο σκοινί και χωρίς προστατευτικό δίχτυ ακροβατούσε χθες βράδυ ένα σύνολο νέων καλλιτεχνών στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου… Κι όχι απλώς δεν έπεσε, αλλά αντιθέτως «έπεσε» το θέατρο από το χειροκρότημα, σ'ένα ούτως ή άλλως, αν όχι δύσκολο, σίγουρα απρόβλεπτο θέαμα, αφού οι «Opero» αποφάσισαν αυτή τη φορά να αναδομήσουν στην κυριολεξία την όπερα[…]Η Γιαννακοπούλου κλήθηκε σε σκηνοθεσία Ειρήνης Γεωργαλάκη να πραγματοποιήσει έναν άθλο. Ο στόχος που έγινε πραγματικότητα δεν ήταν απλώς να τραγουδήσει, αλλά να ξεδιπλώσει το συναίσθημα πέραν των φωνητικών χορδών. Και έτσι πόνεσε, συγκινήθηκε, αγχώθηκε, ενώ παράλληλα κινήθηκε είτε εντελώς στιλιζαρισμένα είτε κάνοντας όλο και πιο γρήγορους κύκλους, ενώ τραγουδούσε άλλοτε πέφτοντας πάνω στη σκηνή, άλλοτε ακροβατώντας σε μια σκηνή αποκάλυψης…»

Χρ. Σιαφκος, Ελευθεροτυπία, 27/9/2013



Αυτό που είδαμε ήταν ένας υπαρξιακός σκηνικός μονόλογος με θέμα –θα το πω τελείως συνοπτικά– την αιώνια περιπέτεια της αυτοπραγμάτωσης στη δυστοπία του πολιτισμού. Το ανέβασμα της παράστασης στη σημερινή, ντόπια συγκυρία προσέδωσε στο όλο πειστικότητα, περισσότερη ένταση, βάθος απήχησης […] έτσι επαληθεύεται –επιτέλους!– και βιωματικά επί ελληνικού εδάφους η ουσία της όπερας, δηλαδή η λειτουργία του ενοποιημένου πεδίου λόγου και μουσικής, όπου χωρούν να διατυπωθούν όλα όσα είναι ζητούμενο να περάσουν από άνθρωπο σε άνθρωπο

Γ. Σβώλος, Εφημερίδα των Συντακτών, 1/10/2013



Η Γεωργαλάκη έπλασε σειρά από ατμόσφαιρες αξιοποιώντας τη μουσική και τα κείμενα πρωτίστως για το συναίσθημα που ανέδιδαν, για την αισθητική τους. Η μελαγχολία, το ανέφικτο, η νοσταλγία και, τελικά, ο θάνατος ως ανάμνηση και νέα αρχή, αποδίδονταν τόσο από αυτές καθαυτές τις μουσικές συνθέσεις όσο και από τον συσχετισμό τους. Εξαιρετική ήταν η ενορχηστρωτική δουλειά των Νίκου Γαλενιανού και Γιώργου Ζιάβρα. Οι επιλογές τους, ο τρόπος με τον οποίο μετασχημάτισαν το μουσικό υλικό και αξιοποίησαν όργανα όπως το πιάνο, το σαξόφωνο, τα κρουστά, συνεισέφεραν αποφασιστικά στην ατμόσφαιρα και, τελικά, στην ιδέα του θεάματος.Στο κέντρο της παράστασης βρισκόταν από κάθε άποψη η μεσόφωνος Εριφύλη Γιαννακοπούλου. Σήκωσε με άνεση στους ώμους της ολόκληρη την παράσταση, που διήρκεσε περίπου μία ώρα, και απέδωσε άξια τον ρόλο που της ανατέθηκε. Κίνηση και τραγούδι απέφυγαν την υπερβολή και τα εύκολα, στερεότυπα τεχνάσματα…

Ν. Δοντάς, Καθημερινή, 6/10/2013



Τα κομμάτια εντάχθηκαν αμαλγαματοποιημένα σε ένα μουσικό συνεχές, το οποίο σεβόταν την αυτοτέλεια και την ιδιαιτερότητα του καθενός, ενώ ταυτόχρονα τα ανανοηματοδοτούσε για να επιτύχει ένα νέο δραματικό αποτέλεσμα… Εξαιρετική ήταν τόσο η μουσική επεξεργασία όσο και το παίξιμο των μουσικών…

Δ. Κιουσόπουλος, Ελευθεροτυπία «7», 6/10/2013